διαπίστευση

διαπίστευση
η
1. το να ανατεθεί σε κάποιον η φύλαξη και διαχείριση πραγμάτων ή χρημάτων
2. ο επίσημος ορισμός διπλωματικού εκπροσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διαπίστευσις μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαπιστευτήριο — το 1. δελτίο ταυτότητας 2. στον πληθ. τα διαπιστευτήρια έγγραφο με το οποίο μια κυβέρνηση εφοδιάζει τους διπλωματικούς αντιπροσώπους της σε άλλη χώρα προκειμένου να γίνει η επίσημη διαπίστευση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ. lettres… …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”